κουροσύνᾳ — κουροσύνᾱͅ , κουρόσυνος youthful fem dat sg (doric aeolic) κουροσύναι , κουροσύνη youth fem nom/voc pl κουροσύνᾱͅ , κουροσύνη youth fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρόσυνα — κουρόσυνος youthful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροσύνας — κουροσύνᾱς , κουρόσυνος youthful fem acc pl κουροσύνᾱς , κουρόσυνος youthful fem gen sg (doric aeolic) κουροσύνᾱς , κουροσύνη youth fem acc pl κουροσύνᾱς , κουροσύνη youth fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροσύνη — κουροσύνη, δωρ. τ. κουροσύνα, ἡ (Α) [κουρόσυνος] η νεότητα, η νεανική ηλικία («ἐπάλλετο δ ὑψόθι χαίρων κουροσύνᾳ», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον … Dictionary of Greek